Η κάθε ψυχή, περνώντας από το πορθμείο του Χάροντα, έπρεπε να δώσει από έναν οβολό για τη μεταφορά, ενώ αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση του Μένιππου, τον οποίο αναφέρει ο Λουκιανός, ως τον μοναδικό που διέσχισε τον Αχέροντα χωρίς να πληρώσει.
Στο δρόμο του ο ποταμός Αχέρων διασταυρωνόταν με τους Πυριφλεγέθοντα και Κωκυτό, στο σημερινό χωριό Μεσοπόταμος, στο σημείο όπου βρίσκεται το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα. Η αρμοδιότητα του Νεκρομαντείου του Αχέροντα ήταν διαφορετική από αυτή των Δελφών και της Δωδώνης. Ο σκοπός του δεν ήταν η παροχή χρησμού αλλά η διευκόλυνση της επικοινωνίας των επισκεπτών με τις ψυχές των νεκρών συγγενών τους.
Αχέρων, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων συναποτελούσαν τους τρεις ποταμούς του Άδη, και οι τρεις με θλιβερά ονόματα (Αχέρων = χωρίς χαρά, Πυριφλεγέθων = πύρινος, Κωκυτός = θρήνος) συμβολίζοντας την θλίψη και τους θρήνους του θανάτου και δίνοντας το συμβολισμό της πύρινης κολάσεως, όπως διατηρείται και σήμερα στην Χριστιανική θρησκεία. Σύμφωνα με την λαϊκή παράδοση τα νερά του ποταμού ήταν πικρά καθώς ένα "στοιχειό" (τέρας) που ζούσε στις πηγές του δηλητηρίαζε τα νερά.
Ο Άγιος Δονάτος (ετυμολογική προέλευση από το Αϊδονεύς, Αϊδονάτος, Αγιος Δονάτος), πολιούχος της Μητρόπολης Παραμυθιάς Θεσπρωτίας, σκότωσε το στοιχειό και τα νερά του Αχέροντα έγιναν γλυκά, έτσι πήρε και το όνομά του το χωριό Γλυκή. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την αρχαία Ελληνική μυθολογία που μαρτυρά τη συνέχεια αυτής στη σύγχρονη πλέον λαϊκή παράδοση είναι το εξής: Κατά την τιτανομαχία οι Τιτάνες έπιναν νερό από τον Αχέροντα για να ξεδιψάσουν γεγονός που προκάλεσε την οργή του Δία ο οποίος μαύρισε και πίκρανε τα νερά του.
Ο Όμηρος στην «Οδύσσεια» αναφερόμενος στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη για να πληροφορηθεί από το μάντη Τειρεσία για την επιστροφή του στην Ιθάκη περιγράφει λεπτομερώς το σημείο συνάντησης του Αχέροντα με τον Πυριφλεγέθων και τον Κωκυτό:
[… ἄραξ' ἐκεῖ τὸ πλοῖο σου στοῦ Ὠκεανοῦ τὴν ἄκρη,
καὶ στοῦ Ἅδη κίνησε νὰ πᾶς τ' ἀραχνιασμένο σπίτι,
Ἐκεῖ ὁ Πυριφλεγέθοντας στοῦ Ἀχέροντα τὸ ρέμα
κυλιέται μὲ τὸν Κωκυτὸ ποὺ πέφτει ἀπὸ τὴ Στύγα,
κι ὁ βράχος ποὺ βαρύβροντα τὰ δυὸ ποτάμια σμίγουν…] — (κ’ ραψωδία)[4]